- ἔρεισμα
- ἔρεισμαpropneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)